- ορλόν
- το(χημ. τεχνολ.) ονομασία τεχνητής υφαντικής ύλης και ίνας που έχει αυξημένη μηχανική αντοχή και χρησιμοποιείται για την κατασκευή υφασμάτων αναμεμιγμένη με μαλλί ή άλλες υφαντικές ίνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
ακρυλικά — Συνθετικά πλαστικά και υφάνσιμα που σχηματίζονται από την ακρολεΐνη (βλ. λ.), το ακρυλικό οξύ ή τα παράγωγά τους με πολυμερισμό. Ένα από τα πιο σπουδαία α. υφάνσιμα είναι το ορλόν που σχηματίζεται από τον πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου.… … Dictionary of Greek
ακρυλονιτρίλιο — Οργανική χημική ένωση με τύπο CH2=CH CN (νιτρίλιο του ακρυλικού οξέος). Είναι υγρό άχρωμο, πολύ πτητικό, με πνιγηρή οσμή και αρκετά τοξικό. Έχει σημείο ζέσης 78°C και πήξης 83,5°C. Διαλύεται δύσκολα στο νερό εύκολα όμως στο οινόπνευμα και τον… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… … Dictionary of Greek